ἰσόψυχος

ἰσόψυχος
ἰσόψυχος, ον (s. ἴσος, ψυχή; Aeschyl., Agam. 1470; schol. on Eur., Andr. 419; Ps 54:14) of like soul/mind Phil 2:20 (AFridrichsen, SymbOsl 18, ’38, 42–49 would supply ὑμῖν: having much in common with you. The same scholar ConNeot 7, ’42, 3, w. ref. to the adv. ἰσοψύχως in AcPl Ha 6, 8; PChristou, JBL 70, ’51, 293–96: ‘confidant’).—M-M. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισόψυχος — ἰσόψυχος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον αρχ. αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον. επίρρ... ἰσοψύχως (Μ) γενναίως, ανδρείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό ψυχος, σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • ἰσόψυχος — ἰσόψῡχος , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοψύχως — ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος of equal spirit adverbial ἰσοψύ̱χως , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόψυχον — ἰσόψῡχον , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem acc sg ἰσόψῡχον , ἰσόψυχος of equal spirit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • равнодушный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. ἰσόψυχος) единодушный, единомысленный. … …   Словарь церковнославянского языка

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοψυχία — ἰσοψυχία ἡ (Α) [ισόψυχος] αταραξία, πραότητα …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՇՈՒՆՉ — (շնչի, ից, կամ ոյ, ոց.) NBH 2 0019 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա. ὀμόψυχος, ἱσόψυχος unanimis, concors, ejusdem animae, conjunctissimus. Որ ունի մի սիրտ կամ շունչ եւ հոգի ընդ այլում. համամիտ. համակամ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՇՆՉԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0485 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. σύμπνους, ἱσόψυχος conspirans, unanimis, concordans. Համաշունչ. միաբան. *Չունիմ զոք ʼի սոցանէ՝ որ ընդ իս են, շնչակից. Ոսկ. փիլիպ. ՟Ժ՟Ե: *Միաւորութիւն է պատճառ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἰσοψύχοις — ἰσοψύ̱χοις , ἰσόψυχος of equal spirit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”